- εννοητικος
- ἐννοητικόςἐν-νοητικός3размышляющий, мыслящий Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εννοητικός — ἐννοητικός, ή, όν (Α) [εννοώ] αυτός που έχει αντίληψη, έξυπνος, ευφυής … Dictionary of Greek
ἐννοητικόν — ἐννοητικός thoughtful masc acc sg ἐννοητικός thoughtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοητικοί — ἐννοητικός thoughtful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοητικήν — ἐννοητικός thoughtful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοητικῶς — ἐννοητικός thoughtful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοητικάς — ἐννοητικά̱ς , ἐννοητικός thoughtful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)